Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικλαδής
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περικλέης
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημῖδες
περικοκκάζω
περικομίζω
περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
View word page
περίκλυστος
περίκλυστοςονalsoᾱ ονA.adj of an islandwashed all aroundsea-girtHes. hHom. A.of a citysea-washedE.of belvederesPlu.

ShortDef

washed all round by the sea

Debugging

Headword:
περίκλυστος
Headword (normalized):
περίκλυστος
Headword (normalized/stripped):
περικλυστος
IDX:
32158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32159
Key:
περίκλυστος

Data

{'headword_display': '<b>περίκλυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίκλυστος</HL><Infl>ον<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>ᾱ ον</FmInfl><Au>A.</Au></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Def>washed all around</Def><Tr>sea-girt</Tr><Au>Hes. hHom. A.</Au><aS2><Indic>of a city</Indic><Tr>sea-washed</Tr><Au>E.</Au></aS2><aS2><Indic>of belvederes</Indic><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'περίκλυστος'}