Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
περικαῶς
περίκειμαι
περικείρω
περικεράω
περικεφαλαίᾱ
περικήδομαι
περίκηλος
περικῑ́ων
περικλαδής
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περικλέης
περικλειτός
περικλείω
View word page
περι-κήδομαι
περι-κήδομαι
dial.περικᾱ́δομαι
mid.vb
show great concerncare w.gen.for someone or sthg.Od. Pi.

ShortDef

to be very anxious about

Debugging

Headword:
περικήδομαι
Headword (normalized):
περικήδομαι
Headword (normalized/stripped):
περικηδομαι
IDX:
32145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32146
Key:
περικήδομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-κήδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-κήδομαι</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>περικᾱ́δομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>show great concern<or/>care</Tr> <Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>for someone or sthg.<Au>Od. Pi.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περικήδομαι'}