Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
περικαῶς
περίκειμαι
περικείρω
περικεράω
περικεφαλαίᾱ
περικήδομαι
περίκηλος
περικῑ́ων
περικλαδής
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
View word page
περι-κείρω
περι-κείρωvb act. and mid. cut short all roundshear offone's hairHdt.act.shearsomeone's headPlu.fem.pass.ptcpl.sb.Woman with Shorn HairMen.title

ShortDef

to shear

Debugging

Headword:
περικείρω
Headword (normalized):
περικείρω
Headword (normalized/stripped):
περικειρω
IDX:
32142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32143
Key:
περικείρω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κείρω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-κείρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>act. and mid.</Indic> <Def>cut short all round</Def><Tr>shear off</Tr><Obj>one's hair<Au>Hdt.</Au></Obj><vS2><Indic>act.</Indic><Tr>shear</Tr><Obj>someone's head<Au>Plu.</Au></Obj></vS2><vSGrm><GLbl>fem.pass.ptcpl.sb.</GLbl><Def>Woman with Shorn Hair</Def><Au>Men.<LblR>title</LblR></Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'περικείρω'}