Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
περικαῶς
περίκειμαι
περικείρω
περικεράω
περικεφαλαίᾱ
περικήδομαι
περίκηλος
View word page
περι-κατασφάζω
περι-κατασφάζωvb slaughterw.acc.captivesaround someone's corpsePlb.

ShortDef

slaughter over

Debugging

Headword:
περικατασφάζω
Headword (normalized):
περικατασφάζω
Headword (normalized/stripped):
περικατασφαζω
IDX:
32136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32137
Key:
περικατασφάζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κατασφάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-κατασφάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>slaughter<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>captives</Prnth>around</Tr> <Obj>someone's corpse<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'περικατασφάζω'}