Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
περικαῶς
περίκειμαι
περικείρω
περικεράω
περικεφαλαίᾱ
View word page
περι-καταρρέω
περι-καταρρέωcontr.vb of city walls fall completely into ruinLys.

ShortDef

to fall in and go to ruin

Debugging

Headword:
περικαταρρέω
Headword (normalized):
περικαταρρέω
Headword (normalized/stripped):
περικαταρρεω
IDX:
32134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32135
Key:
περικαταρρέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-καταρρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-καταρρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of city walls</Indic> <Tr>fall completely into ruin</Tr><Au>Lys.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περικαταρρέω'}