Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
περικαῶς
περίκειμαι
περικείρω
περικεράω
View word page
περι-καταπίπτω
περι-καταπίπτωvbep.aor.2
περικάππεσον
fall down aroundsthg. of a boarimpale oneself onw.dat.a spearAR.of a hawka ship's stern-postAR.

ShortDef

fall down upon

Debugging

Headword:
περικαταπίπτω
Headword (normalized):
περικαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
περικαταπιπτω
IDX:
32133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32134
Key:
περικαταπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>περι-καταπίπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-καταπίπτω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>περικάππεσον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>fall down around<Expl>sthg.</Expl></Def> <vS2><Indic>of a boar</Indic><Tr>impale oneself on</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a spear<Au>AR.</Au></Cmpl></vS2><vS2><Indic>of a hawk</Indic><Cmpl>a ship's stern-post<Au>AR.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'περικαταπίπτω'}