Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
περικαῶς
View word page
περι-καταβάλλω
περι-καταβάλλωvbep.aor.2
περικάββαλον
of a suppliant dropw.acc.one's headintow.dat.someone's lapAR.dub.

ShortDef

throw down around

Debugging

Headword:
περικαταβάλλω
Headword (normalized):
περικαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
περικαταβαλλω
IDX:
32130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32131
Key:
περικαταβάλλω

Data

{'headword_display': '<b>περι-καταβάλλω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-καταβάλλω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>περικάββαλον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a suppliant</Indic> <Tr>drop<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one's head</Prnth>into</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone's lap<Au>AR.<LblR>dub.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'περικαταβάλλω'}