Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
περικάτημαι
περικᾱ́ω
View word page
περι-κάρδιος
περι-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ of bloodaround the heartEmp.

ShortDef

about

Debugging

Headword:
περικάρδιος
Headword (normalized):
περικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
περικαρδιος
IDX:
32129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32130
Key:
περικάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>περι-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of blood</Indic><Tr>around the heart</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περικάρδιος'}