Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνῡμι
περικατασφάζω
περικατατίθημι
View word page
περι-κάμπτω
περι-κάμπτωvb intr.bend roundsthg. turn a cornerPl.

ShortDef

to bend round: to drive round

Debugging

Headword:
περικάμπτω
Headword (normalized):
περικάμπτω
Headword (normalized/stripped):
περικαμπτω
IDX:
32127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32128
Key:
περικάμπτω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κάμπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-κάμπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>intr.</Indic><Def>bend round<Expl>sthg.</Expl></Def> <Tr>turn a corner</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περικάμπτω'}