Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικάββαλον
περικᾱ́δομαι
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
περικαταλαμβάνομαι
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
View word page
περι-κάλυμμα
περι-κάλυμμαατοςn garment which covers one all aroundwrap, coveringPl.

ShortDef

covering, garment

Debugging

Headword:
περικάλυμμα
Headword (normalized):
περικάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
περικαλυμμα
IDX:
32124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32125
Key:
περικάλυμμα

Data

{'headword_display': '<b>περι-κάλυμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περι-κάλυμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>garment which covers one all around</Def><Tr>wrap, covering</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περικάλυμμα'}