Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιίστημι
περιίσχω
περιιτέον
περικάββαλον
περικᾱ́δομαι
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
περικάρδιος
περικαταβάλλω
περικατάγνῡμι
View word page
περι-κακέω
περι-κακέωcontr.vbκακός be in great distress Plb.

ShortDef

to be in extreme ill-luck

Debugging

Headword:
περικακέω
Headword (normalized):
περικακέω
Headword (normalized/stripped):
περικακεω
IDX:
32121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32122
Key:
περικακέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κακέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-κακέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κακός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be in great distress</Tr> <Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περικακέω'}