Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιίζομαι
περιῑλάμενος
περιιππεύω
περιίστημι
περιίσχω
περιιτέον
περικάββαλον
περικᾱ́δομαι
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
περικάππεσον
View word page
περι-καθέζομαι
περι-καθέζομαιmid.vb be encamped aroundbesiege a city wallD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικαθέζομαι
Headword (normalized):
περικαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
περικαθεζομαι
IDX:
32118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32119
Key:
περικαθέζομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-καθέζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-καθέζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be encamped around</Def><Tr>besiege</Tr> <Obj>a city wall<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περικαθέζομαι'}