Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιίδμεναι
περιίζομαι
περιῑλάμενος
περιιππεύω
περιίστημι
περιίσχω
περιιτέον
περικάββαλον
περικᾱ́δομαι
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμπτω
View word page
περι-καθάπτω
περι-καθάπτωvb fastenw.acc.a fishontow.dat.a hookPlu.

ShortDef

to fasten, to put on

Debugging

Headword:
περικαθάπτω
Headword (normalized):
περικαθάπτω
Headword (normalized/stripped):
περικαθαπτω
IDX:
32117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32118
Key:
περικαθάπτω

Data

{'headword_display': '<b>περι-καθάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-καθάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fasten<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a fish</Prnth>onto</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a hook<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περικαθάπτω'}