Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίθῡμος
περιιάχω
περιίδμεναι
περιίζομαι
περιῑλάμενος
περιιππεύω
περιίστημι
περιίσχω
περιιτέον
περικάββαλον
περικᾱ́δομαι
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικάλυμμα
περικαλύπτω
View word page
περικᾱ́δομαι
περικᾱ́δομαι dial.mid.vbseeπερικήδομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικᾱ́δομαι
Headword (normalized):
περικᾱ́δομαι
Headword (normalized/stripped):
περικαδομαι
IDX:
32115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32116
Key:
περικᾱ́δομαι

Data

{'headword_display': '<b>περικᾱ́δομαι </b>', 'content': '<XE><HG><HL>περικᾱ́δομαι </HL><PS>dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>περικήδομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περικᾱ́δομαι'}