Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθῡμος
περιιάχω
περιίδμεναι
περιίζομαι
περιῑλάμενος
περιιππεύω
περιίστημι
περιίσχω
περιιτέον
περικάββαλον
περικᾱ́δομαι
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθέζομαι
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
View word page
περιίσχω
περιίσχωvbseeπεριέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιίσχω
Headword (normalized):
περιίσχω
Headword (normalized/stripped):
περιισχω
IDX:
32112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32113
Key:
περιίσχω

Data

{'headword_display': '<b>περιίσχω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>περιίσχω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>περιέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιίσχω'}