Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθειόω
περιθείωσις
περίθετος
περιθέω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθῡμος
περιιάχω
περιίδμεναι
περιίζομαι
περιῑλάμενος
περιιππεύω
View word page
περίθετος
περίθετοςονalsoπεριθετόςή όνPlb.adjπεριτίθημι of a head-dress or wigfor putting onAr.of hair, ref. to a wigfalsePlb.

ShortDef

put round

Debugging

Headword:
περίθετος
Headword (normalized):
περίθετος
Headword (normalized/stripped):
περιθετος
IDX:
32100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32101
Key:
περίθετος

Data

{'headword_display': '<b>περίθετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίθετος</HL><Infl>ον</Infl><BrVL><Lbl>also</Lbl><FmHL>περιθετός</FmHL><VInfl><FmInfl>ή όν</FmInfl><Au>Plb.</Au></VInfl></BrVL><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιτίθημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a head-dress or wig</Indic><Tr>for putting on</Tr><Au>Ar.</Au><aS2><Indic>of hair, ref. to a wig</Indic><Tr>false</Tr><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'περίθετος'}