Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθειόω
περιθείωσις
περίθετος
περιθέω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθῡμος
περιιάχω
View word page
περι-θαμβής
περι-θαμβήςέςadjθάμβος of personsmarvelling greatlyAR. greatly alarmedw.dat.at someone's fateAR.neut.sb.panicPlu.

ShortDef

much alarmed

Debugging

Headword:
περιθαμβής
Headword (normalized):
περιθαμβής
Headword (normalized/stripped):
περιθαμβης
IDX:
32096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32097
Key:
περιθαμβής

Data

{'headword_display': '<b>περι-θαμβής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>περι-θαμβής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θάμβος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>marvelling greatly</Tr><Au>AR.</Au></aS1> <aS1><Tr>greatly alarmed<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>at someone's fate</Expl></Tr><Au>AR.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>panic</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>", 'key': 'περιθαμβής'}