Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίζυξ
περίζωμα
περιζώννυμαι
περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθειόω
περιθείωσις
περίθετος
περιθέω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
View word page
περιημεκτέω
περιημεκτέωIon.contr.vbperh.reltd.ἐμέω be very upset, aggrievedangeredHdt.w.dat.by a calamity, deception, delay, the prospect of slaveryHdt.

ShortDef

to be much aggrieved, to chafe greatly at

Debugging

Headword:
περιημεκτέω
Headword (normalized):
περιημεκτέω
Headword (normalized/stripped):
περιημεκτεω
IDX:
32093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32094
Key:
περιημεκτέω

Data

{'headword_display': '<b>περιημεκτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περιημεκτέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>ἐμέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be very upset, aggrieved<or/>angered</Tr><Au>Hdt.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a calamity, deception, delay, the prospect of slavery<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περιημεκτέω'}