Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
περίζυξ
περίζωμα
περιζώννυμαι
περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθειόω
περιθείωσις
View word page
περιηγητής
περιηγητήςοῦmguide-book writerPlu.

ShortDef

one who guides strangers about and shews what is worth notice, a cicerone, showman

Debugging

Headword:
περιηγητής
Headword (normalized):
περιηγητής
Headword (normalized/stripped):
περιηγητης
IDX:
32089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32090
Key:
περιηγητής

Data

{'headword_display': '<b>περιηγητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιηγητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>guide-book writer</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιηγητής'}