Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
περίζυξ
περίζωμα
περιζώννυμαι
περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
View word page
περι-ηγέομαι
περι-ηγέομαιmid.contr.vb guideleadw.dat.someonearounda mountainHdt.treesMen. pass.of a schemebe described in outlinePl.

ShortDef

to lead round

Debugging

Headword:
περιηγέομαι
Headword (normalized):
περιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιηγεομαι
IDX:
32086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32087
Key:
περιηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-ηγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-ηγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>guide<or/>lead<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>around</Tr><Obj>a mountain<Au>Hdt.</Au></Obj><Obj>trees<Au>Men.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a scheme</Indic><Def>be described in outline</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'περιηγέομαι'}