Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
περίζυξ
περίζωμα
περιζώννυμαι
περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
View word page
περί-ζωμα
περί-ζωμαατοςnζῶμα waist-clothworn by menPlb. Plu.

ShortDef

a girdle round the loins, apron

Debugging

Headword:
περίζωμα
Headword (normalized):
περίζωμα
Headword (normalized/stripped):
περιζωμα
IDX:
32084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32085
Key:
περίζωμα

Data

{'headword_display': '<b>περί-ζωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περί-ζωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ζῶμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>waist-cloth<Expl>worn by men</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίζωμα'}