Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιέργω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
περίζυξ
περίζωμα
περιζώννυμαι
περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιῄδη
περιήκω
περιήλυσις
View word page
περιζαμενῶς
περιζαμενῶςadv furiouslyref. to being angryhHom.

ShortDef

very violently

Debugging

Headword:
περιζαμενῶς
Headword (normalized):
περιζαμενῶς
Headword (normalized/stripped):
περιζαμενως
IDX:
32082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32083
Key:
περιζαμενῶς

Data

{'headword_display': '<b>περιζαμενῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>περιζαμενῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>furiously</Tr><ModVb>ref. to being angry<Au>hHom.</Au></ModVb></advS1> </AdvE>', 'key': 'περιζαμενῶς'}