Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργίᾱ
περίεργος
περιέργω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
περίζυξ
περίζωμα
περιζώννυμαι
περιηγέομαι
περιηγής
περιήγησις
View word page
περιέτραγον
περιέτραγον
aor.2
see
περιτρώγω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιέτραγον
Headword (normalized):
περιέτραγον
Headword (normalized/stripped):
περιετραγον
IDX:
32078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32079
Key:
περιέτραγον
Data
{'headword_display': '<b>περιέτραγον</b>', 'content': '<XE><RefFm>περιέτραγον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιτρώγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιέτραγον'}