Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννῡμι
περιέπλεο
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργίᾱ
περίεργος
περιέργω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
περίζυξ
View word page
περι-έρρω
περι-έρρωvb of an old man wander aroundAr.

ShortDef

wander about

Debugging

Headword:
περιέρρω
Headword (normalized):
περιέρρω
Headword (normalized/stripped):
περιερρω
IDX:
32073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32074
Key:
περιέρρω

Data

{'headword_display': '<b>περι-έρρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-έρρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an old man</Indic> <Tr>wander around</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιέρρω'}