Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννῡμι
περιέπλεο
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργίᾱ
περίεργος
περιέργω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
περιζαμενές
περιζαμενῶς
View word page
περιέργω
περιέργωIon.vbseeπεριείργω

ShortDef

to inclose all round, encompass

Debugging

Headword:
περιέργω
Headword (normalized):
περιέργω
Headword (normalized/stripped):
περιεργω
IDX:
32072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32073
Key:
περιέργω

Data

{'headword_display': '<b>περιέργω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>περιέργω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>περιείργω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιέργω'}