Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιείρω
περίεις
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννῡμι
περιέπλεο
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργίᾱ
περίεργος
περιέργω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
περιέτραγον
περιέχω
περιεώρων
View word page
περιεργίᾱ
περιεργίᾱᾱςf overdoing thingsoverzealousness, officiousnessIsoc. Plu.inquisitiveness, meddlesomenessPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιεργίᾱ
Headword (normalized):
περιεργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
περιεργια
IDX:
32070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32071
Key:
περιεργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>περιεργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιεργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>overdoing things</Def><Tr>overzealousness, officiousness</Tr><Au>Isoc. Plu.</Au><nS2><Tr>inquisitiveness, meddlesomeness</Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'περιεργίᾱ'}