Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περίειμι
περίειμι
περιείργω
περιείρω
περίεις
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννῡμι
περιέπλεο
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργίᾱ
περίεργος
περιέργω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιέσπον
περίεσσι
περιέσχατα
View word page
περιέπλεο
περιέπλεο
ep.2sg.aor.2 mid.
see
περιπέλομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιέπλεο
Headword (normalized):
περιέπλεο
Headword (normalized/stripped):
περιεπλεο
IDX:
32067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32068
Key:
περιέπλεο
Data
{'headword_display': '<b>περιέπλεο</b>', 'content': '<XE><RefFm>περιέπλεο<LblR>ep.2sg.aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιπέλομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιέπλεο'}