Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιδίδομαι
περιδῑνεύω
περιδῑνέω
περιδῑ́νησις
περίδῑνοι
περιδραμεῖν
περιδράττομαι
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτομαι
περιδύω
περιεῖδον
περιειλέω
περιειλίσσω
περιεῖλον
περίειμι
περίειμι
περιείργω
περιείρω
περίεις
View word page
περι-δρύπτομαι
περι-δρύπτομαιpass.vbep.aor.
περιδρύφθην
of a charioteerhave the skin all torn offw.acc.parts of his bodyIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιδρύπτομαι
Headword (normalized):
περιδρύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδρυπτομαι
IDX:
32051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32052
Key:
περιδρύπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-δρύπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-δρύπτομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.</Lbl><Form>περιδρύφθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a charioteer</Indic><Tr>have the skin all torn off</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>parts of his body<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περιδρύπτομαι'}