Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιδέξιος
περιδέραιος
περιδεύω
περιδέω
περιδίδομαι
περιδῑνεύω
περιδῑνέω
περιδῑ́νησις
περίδῑνοι
περιδραμεῖν
περιδράττομαι
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτομαι
περιδύω
περιεῖδον
περιειλέω
περιειλίσσω
περιεῖλον
περίειμι
View word page
περι-δράττομαι
περι-δράττομαιAtt.mid.vbδράσσομαι of a person's handgraspw.gen.six obolsi.e. one drachma, in explanation of its sense 'handful'Plu.of a climberget a hand-holdPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιδράττομαι
Headword (normalized):
περιδράττομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδραττομαι
IDX:
32047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32048
Key:
περιδράττομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-δράττομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-δράττομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS><Ety><Ref>δράσσομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person's hand</Indic><Tr>grasp</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>six obols<Expl>i.e. one drachma, in explanation of its sense 'handful'</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of a climber</Indic><Tr>get a hand-hold</Tr><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'περιδράττομαι'}