Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιγράφω
περιδαίω
περιδεδράμηκα
περιδεής
περιδείδω
περίδειπνον
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδεύω
περιδέω
περιδίδομαι
περιδῑνεύω
περιδῑνέω
περιδῑ́νησις
περίδῑνοι
περιδραμεῖν
περιδράττομαι
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτομαι
View word page
περι-δίδομαι
περι-δίδομαιmid.vbδίδωμι wager, stake, betw.gen.an object, oneselfi.e. one's lifeHom.make a betw. περί + gen.for a certain stake, or w.dat.w. someonew.compl.cl.that sthg. is the caseAr.

ShortDef

to stake

Debugging

Headword:
περιδίδομαι
Headword (normalized):
περιδίδομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδιδομαι
IDX:
32041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32042
Key:
περιδίδομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-δίδομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-δίδομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>δίδωμι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>wager, stake, bet</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>an object, oneself<Expl>i.e. one's life</Expl><Au>Hom.</Au></Cmpl><vS2><Tr>make a bet<Expl><GLbl>w. <Ref>περί</Ref> + gen.</GLbl>for a certain stake, or <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Obj><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Ar.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'περιδίδομαι'}