Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
περιβόητος
περίβολα
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχεῖν
περιβραχῑόνιος
περιβρέμω
περιβρομέω
περιβρύχιος
περιγηθής
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
View word page
περι-βόσκομαι
περι-βόσκομαιmid.vb of ashfeed aroundthe embers of a fireCall.

ShortDef

feed on all round

Debugging

Headword:
περιβόσκομαι
Headword (normalized):
περιβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
περιβοσκομαι
IDX:
32016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32017
Key:
περιβόσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-βόσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-βόσκομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ash</Indic><Tr>feed around</Tr><Obj>the embers of a fire<Au>Call.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιβόσκομαι'}