Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
περιβόητος
περίβολα
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχεῖν
View word page
περι-βληχρόν
περι-βληχρόνneut.advβληχρός in a state of great physical weaknessAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιβληχρόν
Headword (normalized):
περιβληχρόν
Headword (normalized/stripped):
περιβληχρον
IDX:
32008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32009
Key:
περιβληχρόν

Data

{'headword_display': '<b>περι-βληχρόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>περι-βληχρόν</HL><PS>neut.adv</PS><Ety><Ref>βληχρός</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in a state of great physical weakness</Tr><Au>AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'περιβληχρόν'}