Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
περιβόητος
περίβολα
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
View word page
περίβλεψις
περίβλεψιςεωςf careful attentionto detailPlu.

ShortDef

a looking about: close examination

Debugging

Headword:
περίβλεψις
Headword (normalized):
περίβλεψις
Headword (normalized/stripped):
περιβλεψις
IDX:
32006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32007
Key:
περίβλεψις

Data

{'headword_display': '<b>περίβλεψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίβλεψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>careful attention<Expl>to detail</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίβλεψις'}