Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
περιβόητος
περίβολα
περιβόλαιον
View word page
περι-βιόω
περι-βιόωcontr.vbfut.inf.
περιβιώσεσθαι
athem.aor.inf.
περιβιῶναι
of personslive onsurvivePlu.

ShortDef

to survive

Debugging

Headword:
περιβιόω
Headword (normalized):
περιβιόω
Headword (normalized/stripped):
περιβιοω
IDX:
32003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32004
Key:
περιβιόω

Data

{'headword_display': '<b>περι-βιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-βιόω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.inf.</Lbl><Form>περιβιώσεσθαι</Form></Tns><Tns><Lbl>athem.aor.inf.</Lbl><Form>περιβιῶναι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Def>live on</Def><Tr>survive</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιβιόω'}