Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
περιβόητος
περίβολα
View word page
περι-βιβάζω
περι-βιβάζωvb of groomsputw.acc.a riderastridea horse, i.e. help him to mountPlu.

ShortDef

put astride, mount

Debugging

Headword:
περιβιβάζω
Headword (normalized):
περιβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
περιβιβαζω
IDX:
32002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32003
Key:
περιβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-βιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-βιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of grooms</Indic><Tr>put<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a rider</Prnth>astride<Expl>a horse, i.e. help him to mount</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιβιβάζω'}