Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
περιβόητος
View word page
περί-βαρυς
περί-βαρυςυadjβαρύς of a chill of terrorextremely painful, grievousA.

ShortDef

exceeding heavy

Debugging

Headword:
περίβαρυς
Headword (normalized):
περίβαρυς
Headword (normalized/stripped):
περιβαρυς
IDX:
32001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32002
Key:
περίβαρυς

Data

{'headword_display': '<b>περί-βαρυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-βαρυς</HL><Infl>υ</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαρύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chill of terror</Indic><Tr>extremely painful, grievous</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίβαρυς'}