Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
περιβληχρόν
περιβλῡ́ω
περιβοάω
View word page
περι-βᾱρίδες
περι-βᾱρίδεςωνf.plβᾶρις paddle-boatsref. to a kind of fancy female shoe, prob. broad and flat in styleAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιβᾱρίδες
Headword (normalized):
περιβᾱρίδες
Headword (normalized/stripped):
περιβαριδες
IDX:
32000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32001
Key:
περιβᾱρίδες

Data

{'headword_display': '<b>περι-βᾱρίδες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περι-βᾱρίδες</HL><Infl>ων</Infl><PS>f.pl</PS><Ety><Ref>βᾶρις</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>paddle-boats<Expl>ref. to a kind of fancy female shoe, prob. broad and flat in style</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιβᾱρίδες'}