Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβλήματα
View word page
περι-βάδην
περι-βάδηνadv astrideref. to sitting on someone's shouldersPlu.

ShortDef

astride

Debugging

Headword:
περιβάδην
Headword (normalized):
περιβάδην
Headword (normalized/stripped):
περιβαδην
IDX:
31997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31998
Key:
περιβάδην

Data

{'headword_display': '<b>περι-βάδην</b>', 'content': "<AdvE><vHG><HL>περι-βάδην</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>astride</Tr><ModVb>ref. to sitting on someone's shoulders<Au>Plu.</Au></ModVb></advS1></AdvE>", 'key': 'περιβάδην'}