Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περιαμπέχω
περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
View word page
περῑ́αχε
περῑ́αχε
ep.3sg.impf.
see
περιιάχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περῑ́αχε
Headword (normalized):
περῑ́αχε
Headword (normalized/stripped):
περιαχε
IDX:
31996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31997
Key:
περῑ́αχε
Data
{'headword_display': '<b>περῑ́αχε</b>', 'content': '<XE><RefFm>περῑ́αχε<LblR>ep.3sg.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιιάχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περῑ́αχε'}