Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
περιβιόω
περίβλεπτος
View word page
περιαυτολογίᾱ
περιαυτολογίᾱᾱςfαὐτόςλόγος excess of self-referenceimmoderate boastingby a speakerPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιαυτολογίᾱ
Headword (normalized):
περιαυτολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
περιαυτολογια
IDX:
31994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31995
Key:
περιαυτολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>περιαυτολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιαυτολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>αὐτός</Ref><Ref>λόγος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>excess of self-reference</Def><Tr>immoderate boasting<Expl>by a speaker</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιαυτολογίᾱ'}