Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαλείφω
περίαλλα
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
περῑ́αχε
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβᾱρίδες
περίβαρυς
περιβιβάζω
View word page
περι-αρτάομαι
περι-αρτάομαιpass.contr.vb of an amuletbe hung aroundw.dat.someone's neckPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιαρτάομαι
Headword (normalized):
περιαρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαρταομαι
IDX:
31992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31993
Key:
περιαρτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-αρτάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-αρτάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an amulet</Indic><Tr>be hung around</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone's neck<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'περιαρτάομαι'}