Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιαγωγή
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακοντίζω
περίακτος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλα
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
περιαυχένιος
View word page
περί-αμμα
περί-αμμαατοςnἅμμα charmfor effecting a cureworn about the bodyamuletPlb.

ShortDef

anything worn about one, an amulet

Debugging

Headword:
περίαμμα
Headword (normalized):
περίαμμα
Headword (normalized/stripped):
περιαμμα
IDX:
31985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31986
Key:
περίαμμα

Data

{'headword_display': '<b>περί-αμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περί-αμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἅμμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>charm<Prnth>for effecting a cure</Prnth>worn about the body</Def><Tr>amulet</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίαμμα'}