Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιάγω
περιαγωγή
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακοντίζω
περίακτος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλα
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάομαι
περιαστράπτω
περιαυτολογίᾱ
View word page
περι-αλουργός
περι-αλουργόςόνadjἁλουργής fig., of a personthoroughly purple-dyeddeep-stainedw.dat.w. troublesAr.

ShortDef

with purple all round

Debugging

Headword:
περιαλουργός
Headword (normalized):
περιαλουργός
Headword (normalized/stripped):
περιαλουργος
IDX:
31984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31985
Key:
περιαλουργός

Data

{'headword_display': '<b>περι-αλουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-αλουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἁλουργής</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of a person</Indic><Def>thoroughly purple-dyed</Def><Tr>deep-stained<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. troubles</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιαλουργός'}