Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέρθω
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρω
περιάγνυμαι
περιάγω
περιαγωγή
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακοντίζω
περίακτος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλα
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμῡ́νω
περιαμφιέννῡμι
περίαπτον
View word page
περίακτος
περίακτοςονadjπεριάγω neut.sb.remark that does the rounds, old proverbPlu.

ShortDef

turning on a centre

Debugging

Headword:
περίακτος
Headword (normalized):
περίακτος
Headword (normalized/stripped):
περιακτος
IDX:
31979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31980
Key:
περίακτος

Data

{'headword_display': '<b>περίακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιάγω</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>remark that does the rounds, old proverb</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'περίακτος'}