Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περεσκήνωσε
πέρηθε
πέρθεσθαι
πέρθω
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρω
περιάγνυμαι
περιάγω
περιαγωγή
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακοντίζω
περίακτος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλα
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
View word page
περιαιρετός
περιαιρετόςή όνadjπεριαιρέωof gold plate on a statueremovableTh.

ShortDef

that may be taken off

Debugging

Headword:
περιαιρετός
Headword (normalized):
περιαιρετός
Headword (normalized/stripped):
περιαιρετος
IDX:
31976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31977
Key:
περιαιρετός

Data

{'headword_display': '<b>περιαιρετός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιαιρετός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιαιρέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of gold plate on a statue</Indic><Tr>removable</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιαιρετός'}