Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περβέβαται
Πέργαμος
πέρδῑξ
πέρδομαι
περεσκήνωσε
πέρηθε
πέρθεσθαι
πέρθω
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρω
περιάγνυμαι
περιάγω
περιαγωγή
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακοντίζω
περίακτος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
View word page
περι-αγείρω
περι-αγείρωvb mid.of an athletetravel about collecting for oneselfprizesPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιαγείρω
Headword (normalized):
περιαγείρω
Headword (normalized/stripped):
περιαγειρω
IDX:
31972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31973
Key:
περιαγείρω

Data

{'headword_display': '<b>περι-αγείρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-αγείρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of an athlete</Indic><Tr>travel about collecting for oneself</Tr><Obj>prizes<Au>Pl.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'περιαγείρω'}