Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περᾱ́σιμος
πέρᾱσις
περάτη
περατοειδής
περᾱτός
περάω
περβέβαται
Πέργαμος
πέρδῑξ
πέρδομαι
περεσκήνωσε
πέρηθε
πέρθεσθαι
πέρθω
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρω
περιάγνυμαι
περιάγω
περιαγωγή
περιαιρετός
View word page
περεσκήνωσε
περεσκήνωσε
3sg.aor.
see
περισκηνόω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περεσκήνωσε
Headword (normalized):
περεσκήνωσε
Headword (normalized/stripped):
περεσκηνωσε
IDX:
31966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31967
Key:
περεσκήνωσε
Data
{'headword_display': '<b>περεσκήνωσε</b>', 'content': '<XE><RefFm>περεσκήνωσε<LblR>3sg.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περισκηνόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περεσκήνωσε'}