Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περαντικός
περάπτω
πέρας
πέρασα
περᾱ́σιμος
πέρᾱσις
περάτη
περατοειδής
περᾱτός
περάω
περβέβαται
Πέργαμος
πέρδῑξ
πέρδομαι
περεσκήνωσε
πέρηθε
πέρθεσθαι
πέρθω
περί
περιαγγέλλω
περιαγείρω
View word page
περβέβαται
περβέβαταιAeol.3sg.pf.pass.seeὑπερβαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περβέβαται
Headword (normalized):
περβέβαται
Headword (normalized/stripped):
περβεβαται
IDX:
31962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31963
Key:
περβέβαται

Data

{'headword_display': '<b>περβέβαται</b>', 'content': '<XE><RefFm>περβέβαται<LblR>Aeol.3sg.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπερβαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περβέβαται'}