Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περαίωσις
Πέραμος
πέρᾱν
περαντικός
περάπτω
πέρας
πέρασα
περᾱ́σιμος
πέρᾱσις
περάτη
περατοειδής
περᾱτός
περάω
περβέβαται
Πέργαμος
πέρδῑξ
πέρδομαι
περεσκήνωσε
πέρηθε
πέρθεσθαι
πέρθω
View word page
περατο-ειδής
περατο-ειδήςέςadjπέραςεἶδος1 of a class of thingsfinite in formPl.

ShortDef

of limited

Debugging

Headword:
περατοειδής
Headword (normalized):
περατοειδής
Headword (normalized/stripped):
περατοειδης
IDX:
31959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31960
Key:
περατοειδής

Data

{'headword_display': '<b>περατο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περατο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέρας</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a class of things</Indic><Tr>finite in form</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περατοειδής'}