Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
Πέραμος
πέρᾱν
περαντικός
περάπτω
πέρας
πέρασα
περᾱ́σιμος
πέρᾱσις
περάτη
περατοειδής
περᾱτός
περάω
περβέβαται
Πέργαμος
πέρδῑξ
πέρδομαι
περεσκήνωσε
View word page
περᾱ́σιμος
περᾱ́σιμοςη ονadjπεράωof a riverable to be crossedpassablePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περᾱ́σιμος
Headword (normalized):
περᾱ́σιμος
Headword (normalized/stripped):
περασιμος
IDX:
31956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31957
Key:
περᾱ́σιμος

Data

{'headword_display': '<b>περᾱ́σιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περᾱ́σιμος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περάω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a river</Indic><Def>able to be crossed</Def><Tr>passable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περᾱ́σιμος'}